Πριν την ανακάλυψη των εμβολίων, διακόσια χρόνια πριν, οι γονείς της εποχής εκείνης, δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι τα παιδιά τους θα μπορούσαν να προστατεύσουν τα δικά τους παιδιά από ασθένειες όπως η διφθερίτιδα που αφαιρούσε 10.000 παιδικές ζωές ετησίως στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1920 ή η πολιομυελίτιδα που ευθυνόταν για παραλύσεις και θανάτους χιλιάδων παιδιών τις δεκαετίες του 1950 και 1960 σε όλο τον κόσμο.
Πράγματι, πριν από περίπου διακόσια τριάντα χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1796, ο Edward Jenner παρατήρησε ότι οι υπηρέτριες που ασχολούνταν με τη συλλογή γάλακτος από τα βοοειδή φαίνονταν προστατευμένες από την ευλογιά, αν είχαν ήδη μολυνθεί από τη συγγενή με την ευλογιά νόσο των ζώων δαμαλίτιδα. Για το λόγο αυτό, προχώρησε στο ρηξικέλευθο πείραμα της ένεσης στο βραχίονα του μικρού Edward Phillips υλικού από τη δερματική βλάβη μιας υπηρέτριας με δαμαλίτιδα και μετά από λίγο καιρό επανέλαβε το πείραμα στο παιδί κάνοντας ένεση με ιό ευλογιάς, οπότε και παρατήρησε ότι το παιδί δεν νόσησε από ευλογιά, ανοίγοντας έτσι ένα δοξασμένο κεφάλαιο στην Ιστορία της Ιατρικής επιστήμης. Εκατό χρόνια αργότερα, το 1885 ο Louis Pasteur στο Παρίσι έσωσε ένα μικρό παιδί που είχε δαγκωθεί από ένα λυσσασμένο σκύλο, χορηγώντας του ένα πειραματικό εμβόλιο που περιείχε εξασθενημένους ιούς λύσσας. Στα μέσα του 20ου αιώνα η πρόοδος στην παρασκευή εμβολίων ήταν αλματώδης, ενώ η καθιέρωση μαζικών προγραμμάτων εμβολιασμών στα βρέφη και παιδιά οδήγησε στην καταπολέμηση της παιδικής θνησιμότητας, στην άνοδο γενικά του βιοτικού επιπέδου των οικογενειών και στην οριστική εξάλειψη της καταστροφικής ασθένειας της ευλογιάς το 1977.
Στη σύγχρονη εποχή, τίθεται κατά καιρούς στην κοινωνία το ερώτημα αν χρειάζονται ακόμα οι εμβολιασμοί, δεδομένου ότι οι ασθένειες του παρελθόντος έχουν εξαλειφθεί ή τα κρούσματα έχουν μειωθεί κατά πολύ λόγω και της χρήσης αντιβιοτικών, της καλύτερης διατροφής και των εν γένει καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Αν όμως θεωρήσει κανείς ότι οι εμβολιασμοί αποτελούν μια κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού όπως το πόσιμο νερό, και σκεφτεί ότι όπου καταρρέουν οι υγειονομικές δομές και κατά συνέπεια οι εμβολιασμοί λόγω πολέμων, φυσικών καταστροφών κλπ, οι ιοί και τα μικρόβια που ήδη υπάρχουν στο περιβάλλον βρίσκουν την ευκαιρία να αναδυθούν, οδηγώντας σε θανατηφόρες ασθένειες και επιδημίες. Πρέπει να είναι διαρκής ο αγώνας για την προστασία των παιδιών και οι εμβολιασμοί αποτελούν κεφαλαιώδες προληπτικό μέτρο. Να σημειωθεί επίσης ότι στο άλλο συχνό ερώτημα γονέων για το αν είναι απαραίτητο το παιδί τους να εμβολιασθεί αφού έχουν ήδη εμβολιασθεί όλοι οι άλλοι και κατά συνέπεια δεν κινδυνεύει (ανοσίας αγέλης), η απάντηση είναι ναι, διότι για πολλές ασθένειες χρειάζεται ένα πολύ υψηλό επίπεδο εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού προκειμένου να μην εμφανιστούν κρούσματα. Ένα τέτοιο παράδειγμα νόσου είναι η ιλαρά, όπου χρειάζεται να έχει εμβολιασθεί πάνω από το 95% μιας κοινότητας ατόμων για να μην εμφανισθεί κρούσμα, καθώς είναι πολύ μεταδοτικό νόσημα και προσβάλλει άμεσα εκτός από τα ανεμβολίαστα άτομα και αυτούς που δεν μπορούν να εμβολιασθούν, όπως μικρά βρέφη και ανοσοκατεσταλμένα άτομα με συντριπτικές συνέπειες. Επιπλέον, η συμπεριφορά μη εμβολιασμού ενός ατόμου βασιζόμενου στο γεγονός ότι έχει εμβολιασθεί ο περίγυρος, αποτελεί μια βαθιά εχθρική συμπεριφορά προς το κοινωνικό σύνολο, καθώς πρέπει όλοι οι πολίτες να διαφυλάττουν το αγαθό της δημόσιας υγείας και να δείχνουν αλληλεγγύη στα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας.
Οι προβληματισμοί όμως των γονέων, οι οποίοι μπορεί να είναι εύλογοι καθώς αγωνιούν για το παιδί τους που είναι ό,τι πιο ιερό και πολύτιμο έχουν, υποδαυλίζονται τα τελευταία χρόνια από το λεγόμενο αντιεμβολιαστικό κίνημα. Το κίνημα αυτό αποτελείται από ομάδες ανθρώπων ενταγμένων σε ένα πλαίσιο αμφισβήτησης γενικά της επιστήμης και της επιστημονικής μεθόδου, ημιμάθειας, φανατισμού και εξυπηρέτησης σκοτεινών συμφερόντων κυρίως οικονομικών, καθώς οι δύσπιστοι γονείς αποτελούν καλό στόχο για προώθηση «εναλλακτικών» προϊόντων και θεραπειών. Η γρήγορη μετάδοση αφιλτράριστης πληροφορίας μέσω του διαδικτύου (google, social media) δημιουργεί σύγχυση, παραπληροφόρηση και διαστρέβλωση της αλήθειας. Είναι νωπή ακόμη η υπόθεση του Βρετανού ιατρού γαστρεντερολόγου Andrew Wakefield ο οποίος προσπάθησε να συνδέσει το εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (ΜΜR) με τον αυτισμό, χρησιμοποιώντας πλαστά ερευνητικά στοιχεία, γεγονός για το οποίο καταδικάσθηκε αμετάκλητα από τις δικαστικές αρχές, χάνοντας και την άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος.
Οι προβληματισμοί των γονέων αφορούν κυρίως τις πιθανές παρενέργειες των εμβολίων. Η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του ιατρού που έχουν επιλέξει για την παρακολούθηση του παιδιού τους, όμως θα πρέπει να αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς για τους προβληματισμούς αυτούς. Για το λόγο αυτό, εξηγείται από τους παιδιάτρους και τους άλλους επαγγελματίες υγείας ότι τα εμβόλια είναι ιατροτεχνολογικά προϊόντα και ως τέτοια μπορεί να εμφανίζουν κάποιες παρενέργειες. Ωστόσο, η ανάπτυξη ενός καινούριου εμβολίου είναι πολυετής και πολυδάπανη διαδικασία 4 σταδίων με πολλά βήματα ελέγχου και επιτήρησης πριν αλλά και μετά την αδειοδότησή του από τις αρμόδιες αρχές. Οι παρενέργειες και ανεπιθύμητες ενέργειες κυμαίνονται από συχνές, προβλέψιμες και ελαφρές όπως ερυθρότητα, άλγος και καύσος στο σημείο της ένεσης, πυρετό ή σπανιότερες και βαρύτερες, όπως σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις. Για την ελαχιστοποίηση των συμβάντων αυτών, αλλά και την καλύτερη ανοσολογική απόκριση του οργανισμού, έχουν αναπτυχθεί ειδικά σχεδιαγράμματα εμβολιασμών και κανόνες χορήγησης με βάση το ιστορικό και την κλινική εξέταση του ασθενούς, όπως για παράδειγμα, υπάρχουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα για το πότε και ποιο εμβόλιο θα χορηγηθεί σε καταστάσεις ανοσοκαταστολής. Ο θεράπων ιατρός και στην προκειμένη περίπτωση ο παιδίατρος, είναι επιφορτισμένος με την ευθύνη να χορηγήσει στο παιδί το εμβόλιο σύμφωνα με την τρέχουσα ορθή ιατρική πρακτική και γνώση. Σχετικά δε με την πιθανή επικινδυνότητα των εμβολίων λόγω συντηρητικών και ανοσοενισχυτικών παραγόντων που πιθανώς περιέχουν, η απάντηση είναι ότι η περιεκτικότητά τους σε τέτοια συστατικά όπως για παράδειγμα αλουμίνιο, είναι πολύ μικρότερη από αυτήν που προσλαμβάνεται από φυσικές πηγές (τροφές, νερό κλπ). Η φυσική νόσηση δε από τις ασθένειες που προλαμβάνονται μέσω εμβολίων εκθέτει το μικρό παιδί σε όλες τις πιθανές επιπλοκές της νόσου και μπορεί να ειδωθεί μόνο υπό το πρίσμα της λύσης ανάγκης υιοθετούμενων από τους γονείς σε εποχές που δεν είχαν αναπτυχθεί τα εμβόλια. Αντίθετα, η ολοένα και πιο προηγμένη τεχνολογική παραγωγή εμβολίων τα καθιστά απολύτως ασφαλή καθώς περιέχουν την ελάχιστη δυνατή ποσότητα «κομματιών» (αντιγόνων) του λοιμογόνου παράγοντα που απαιτείται για να επαχθεί η ανοσία. Με άλλα λόγια, το ανοσοποιητικό σύστημα του βρέφους και του μικρού παιδιού διεγείρεται το ελάχιστο δυνατό με τα εμβόλια σε σχέση με τη φυσική νόσηση από κάποια σοβαρή παιδική ασθένεια ή ακόμα και από τις απλές εποχικές ιώσεις.
Συμπερασματικά, η ανάπτυξη και καθολική εφαρμογή των εμβολιασμών αποτελεί πραγματικό και χειροπιαστό επίτευγμα της Ιατρικής και των βιοϊατρικών επιστημών γενικότερα και ένα θεμέλιο του σύγχρονου πολιτισμού όπως είναι το πόσιμο νερό. Η εμβολιαστική φροντίδα είναι αμιγώς προληπτική δράση και ακολουθεί το πνεύμα της Ιπποκρατικής παραίνεσης «ωφελέειν ή μη βλάπτειν». Από την πλευρά των γονέων χρειάζεται η συνεχής ενημέρωση για τα επιστημονικά δεδομένα διότι η γνώση είναι δύναμη και εμπιστοσύνη στον παιδίατρο που έχουν οι ίδιοι επιλέξει.